φανανάπτης

φανανάπτης
ο, Ν
αυτός που ανάβει φανούς, φανοκόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) + ανάβω, κατά τα δραστικά ονόματα σε -της (πρβλ. καντηλ-ανάπτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἄστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φανάπτης — ὁ, Μ ο φανανάπτης, ιδίως τών αρχοντικών οικιών και τών ναών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + άπτης (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. λυχν άπτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”